- λυδίζω
- λυδίζω (Α) [Λυδός]1. μιλώ τη λυδική γλώσσα2. φέρομαι σαν Λυδός, μιμούμαι τους Λυδούς («λυδίζων τὴν στολήν», Φιλόστρ.)3. (το αρσ. μτχ. ενεστ.) λυδίζωνσκωπτική προσωνυμία τού Μάγνητος στον Αριστοφάνη, επειδή είχε γράψει κωμωδία που επιγραφόταν Λυδοί.
Dictionary of Greek. 2013.